προσανάκειμαι — πρόσ ἀνάκειμαι to be laid up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0291 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c չ. ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԱՆԱՄ ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԵՄ եցի. ն. եւ չ. ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԻՄ. καθεστήκω, παραμένω, προσανακεῖμαι, προσδιατρίβω, σχολάζω consto, permaneo, persevero, commoror, vaco. Մշտնջենանալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0291 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c կ.եւ ձ. ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԱՆԱՄ ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԵՄ եցի. ն. եւ չ. ՄՇՏՆՋԵՆԱՒՈՐԻՄ. καθεστήκω, παραμένω, προσανακεῖμαι, προσδιατρίβω, σχολάζω consto, permaneo, persevero, commoror, vaco.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)